- εστοχασμένως
- ἐστοχασμένως (ΑΜ)επίρρ.1. με σκέψη, με στοχασμό, ορθά2. σύμφωνα με κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παθ. παρακμ. εστοχασμένος τού ρ. στοχάζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐστοχασμένως — hitting the mark indeclform (adverb) στοχάζομαι aim perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)